μπαλαίνα

μπαλαίνα
η
(παλαιότ. τ.) βλ. μπαλένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπαλένα — και μπανέλα και μπαλαίνα, η 1. κεράτινο έλασμα το οποίο λαμβάνεται από το στόμα τής φάλαινας και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ζωνών μέσης, στηθόδεσμων κ.λπ. 2. (κατ επέκτ.) έλασμα από άλλη ύλη το οποίο έχει παρόμοια χρήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”